- επιφαίνω
- ἐπιφαίνω (AM) [φαίνω]παθ. ἐπιφαίνομαιεμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ.γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ», ΚΔ)μσν.1. μτφ. φωτίζω2. αναδεικνύομαιαρχ.-μσν.δηλώνω, φανερώνω («καί τινα προστασίαν ἀξιωματικὴν ἐπιφαίνουσα», Πολ.)αρχ.1. (με αιτ. και απρμφ.) κάνω φανερό ότι2. (φαινομενικά αμτθ.) δείχνω φως, φέγγω, φωτίζω («τῆς ἡμέρας ἐπιφαινούσης», Πολ.)3. παθ. εμφανίζομαι κάπου («ἐπιφαίνεται δ’ ἀμέλει καὶ ταῑς εἰκόσιν ἀθλητική τις ἰδέα», Πλούτ.)4. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἐπιφαινόμενατα συμπτώματα, τα περιστατικά που επακολουθούν μετά την εμφάνιση τής ασθένειας.
Dictionary of Greek. 2013.